εξερημώνω

εξερημώνω
(AM ἐξερημῶ, -όω) [ερημώνω]
ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.)
αρχ.
1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ' ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.)
2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξερήμωση — η (Μ ἐξερήμωσις) [εξερημώνω]. πλήρης ερήμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”